πεφυκυίᾳ

πεφυκυίᾳ
πεφῡκυί̱ᾱͅ , φύω
bring forth
perf part act fem dat sg (attic doric aeolic)
πεφυκυί̱ᾱͅ , φύζω
perf part act fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεφυκυῖα — πεφῡκυῖα , φύω bring forth perf part act fem nom/voc sg φύζω perf part act fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ALYSSUS — sons Arcadiae in Peloponncio, morsus rabidi canis sanans. pausan. in Arcad. Πηγὴ δέ ἐςτιν ἀυτόθι ὕοατος ψυχροῦ, δύο μάλιςτα ἀπὸ τοῦ ἄςτεος άπωτέρω ςταδίοις, καὶ ύπὲρ ἀυτῆς πλάτανος πεφυκυῖα, ὅς ???ἄν ὑπὸ κινὸς κατάχετος λύςςη, ἤτοι ἔλκος, ἢ καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σύνειμι — (I) και αττ. τ. ξύνειμι Α [εἰμί] 1. είμαι ή βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι 2. έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι με κάποιον («τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν», Εύπ.) 3. συζώ με κάποιον («τοῑς φονεῡσι τοῡ πατρὸς ξύνειμι», Σοφ.) 4. συνουσιάζομαι 5.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”